δειλοσκόρπιση

δειλοσκόρπιση
η
βλ. δειλοσκόπηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δειλοσκόπηση — και δειλοσκόρπιση, η αμφιβολία, αμφιταλάντευση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δειλοσκόπηση < δειλοσκοπώ ο τ. δειλοσκόρπιση οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση τού σκορπώ, σκορπίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”